διακυμαίνομαι

διακυμαίνομαι
(Α διακυμαίνω)
νεοελλ.
αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω κύματα
2. εξεγείρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταλαντεύω — ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ 1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί 2. μέσ. ταλαντεύομαι κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω νεοελλ. μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη… …   Dictionary of Greek

  • διακυμαίνω — διακυμάνθηκα 1. προκαλώ αυξομείωση, κυματοειδή κίνηση. 2. αμετβ., διακυμαίνομαι αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: Η τιμή των μήλων διακυμαίνεται σύμφωνα με την παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”